σταθεροποιούμαι

σταθεροποιούμαι
σταθεροποιούμαι, σταθεροποιήθηκα, σταθεροποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατενισχύω — (Α) εγκαθιδρύομαι σταθερά, σταθεροποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • ριζώνω — ῥιζῶ όω, ΝΜΑ [ρίζα] 1. (για φυτό) πιάνω ρίζες, ριζοβολώ, απλώνω τις ρίζες μου και στηρίζομαι 2. μτφ. α) ενεργ. στερεώνω, θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι, στηρίζω με ασφάλεια κάτι β) (αμτβ.) θεμελιώνομαι, στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι νεοελλ. μτφ. (για …   Dictionary of Greek

  • συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν …   Dictionary of Greek

  • στερεώνω — στερεώνω, στερέωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως → σταθεροποιούμαι σε… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στεριώνω — στεριώνω, στέριωσα, στεριωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως →… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”